- ἐμφιλοσοφῶ
- ἐμφιλοσοφέωstudy philosophy inpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐμφιλοσοφέωstudy philosophy inpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφιλοσοφώ — ἐμφιλοσοφῶ ( έω) (Α) 1. σπουδάζω, μελετώ κάπου τη φιλοσοφία 2. (απολ.) φιλοσοφώ, σκέπτομαι φιλοσοφικά … Dictionary of Greek